- ισχιαλγία
- η мед. ишиас, воспаление седалищного нерва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά … Dictionary of Greek
ισχιαλγία — η πόνος δυνατός στο ισχιακό νεύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχιαλγικός — ή, ό (Α ἰσχιαλγικός, ή, όν) [ισχιαλγία] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος») … Dictionary of Greek
ισχιαλγώ — έω [ισχιαλγία] πάσχω από ισχιαλγία … Dictionary of Greek
ισχιαλγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ισχιαλγία. 2. αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχίαση — η (Α ἰσχίασις) [ισχιάζω] η ισχιαλγία … Dictionary of Greek
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek
ισχιάς — ἰσχιάς, άδος, ἡ (Α) [ισχίο] 1. νευραλγία τού ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία 2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα … Dictionary of Greek
ισχιαδικός — ή, ό (Α ἰσχιαδικός, ή, όν) [ισχιάς] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία 2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία τής ισχιαλγίας … Dictionary of Greek
ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) … Dictionary of Greek
νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… … Dictionary of Greek